- μενσάλιον
- μενσάλιον και μι(ν)σάλι(ον) και μισάλιν, και μεσσάλιον και μεσάλι, τό(Μ)βλ. μεσάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. mensale].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
μεσάλα — η και μεσάλι, το (Μ μενσάλιον και μεσάλιον και μισάλιν και μινσάλιν και μεσάλι, τὸ) 1. το τραπεζομάντηλο 2. η πετσέτα φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. mensale < λατ. mensalium (< mensa «τραπέζι»)] … Dictionary of Greek
μισάδι — το (Μ μισάδι και μεσάδιον και μεσάδιν) κοντός γυναικείος μανδύας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεσάδι(ο)ν < ουσ. μεσάλι(ν) «τραπεζομάντιλο» < μενσάλιον (< λατ. mensalium < mensa «τραπέζι», ενώ ο τ. μισάδι με παρετυμολογική επίδραση τού επιθ. μισός] … Dictionary of Greek
μισάλιν — μισάλιν, τὸ (Μ) βλ. μενσάλιον … Dictionary of Greek